- χρυσοδαίδαλτος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. διακοσμημένος με χρυσά σχέδια2. τρυφερή προσφώνηση αγαπημένων προσώπων («ὠ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Κυπρίδος ἔρνος», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -δαίδαλτος (< δαίδάλλω «κοσμώ, διακοσμώ»), πρβλ. ὑψι-δαίδαλτος].
Dictionary of Greek. 2013.